- αιμογενής
- αἱμογενής, -ὲς (Α)συγγενής εξ αίματος (Επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -γενὴς < γένος < γίγνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek